- ἐνταμίευτος
- ἐντᾰμίευτος [pron. full] [ῐ], ον,A fitted for a purpose,
πρός τι Gal.18(1).224
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πρός τι Gal.18(1).224
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ενταμίευτος — ἐνταμίευτος, ον (Α) αυτός που έχει παρασκευαστεί και φυλάσσεται για κάποιο σκοπό … Dictionary of Greek